- βυρσοδεψείο
- τοτο εργαστήριο όπου γίνεται η κατεργασία δέρματος, το ταμπάκικο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βυρσοδεψείο — το (Μ βυρσοδεψεῖον) [βυρσοδέψης] ο τόπος, το εργοστάσιο όπου γίνεται κατεργασία δερμάτων … Dictionary of Greek
Μουσείο Υδροκίνησης (Δημητσάνας, Υπαίθριο) — Το μοναδικό στην Ελλάδα, και από τα λιγοστά στον κόσμο, υπαίθριο μουσείο υδροκίνησης άρχισε να λειτουργεί το 1997, ύστερα από δέκα χρόνια έρευνας και ανακατασκευής των κτιρίων από το Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα της Ελληνικής Τράπεζας… … Dictionary of Greek
δεψείον — δεψεῑον, το (Μ) [δέψω] εργαστήριο κατεργασίας δερμάτων, βυρσοδεψείο … Dictionary of Greek
πικλάρισμα — το, Ν η τοποθέτηση τών δερμάτων σε διάλυμα θειικού ή άλλου οξέος και αλατιού, μετά την απασβέστωσή τους στο βυρσοδεψείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πίκλα] … Dictionary of Greek
ταμπάκικο — το, Ν το εργαστήριο τού ταμπάκη, βυρσοδεψείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταμπάκης + κατάλ. ικο (πρβλ. μανάβ ικο)] … Dictionary of Greek
τομαράδικο — το, Ν βυρσοδεψείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πληθ. τομαράδ ες τού τομαράς + κατάλ. ικο (πρβλ. ρολογάδ ικο)] … Dictionary of Greek
ταμπάκικο — το βυρσοδεψείο, εργαστήριο κατεργασίας δερμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)